-
1 ταμπέλ(λ)α
η1) вывеска (магазина, предприятия); дощечка (на двери и т. п.); 2) ярлык;του κολνώ την ταμπέλ(λ)α — приклеивать кому-л. ярлык
-
2 ταμπέλ(λ)α
η1) вывеска (магазина, предприятия); дощечка (на двери и т. п.); 2) ярлык;του κολνώ την ταμπέλ(λ)α — приклеивать кому-л. ярлык
См. также в других словарях:
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek